αντικατασταίνω

αντικατασταίνω
-κατάστησα, -καταστήθηκα και -κατατάθηκα, -καταστημένος, αντικαθιστώ, αναπληρώνω: Η κυβέρνηση θα αντικαταστήσει τον αρχηγό της αστυνομίας. – Θα αντικαταστήσω το διευθυντή του γραφείου στο διάστημα που θα βρίσκεται σε άδεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλλάζω — άλλαξα, αλλάχτηκα, αλλαγμένος, ως μτβ. 1. αντικατασταίνω κάτι με άλλο: Εδώ κι ένα μήνα αλλάξαμε σπίτι. 2. αντικατασταίνω τα λερωμένα εσώρουχα με καθαρά: Περίμενε μια στιγμή ν αλλάξω το μωρό. Ως αμτβ. 3. μεταβάλλομαι: Έχεις αλλάξει πολύ τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπληρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. συμπληρώνω κάτι που λείπει ή αντικατασταίνω κάτι ή κάποιον με άλλο: Αναπληρώνει τις άλλες ελλείψεις του με την εργατικότητα και την ευσυνειδησία του. 2. εγώ ο ίδιος αντικατασταίνω κάποιον άλλον: Αναπληρώνω το διευθυντή που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντικαθιστώ — κ. αντικατασταίνω (AM ἀντικαθίστημι, ιων. τ. κατίστημι) 1. βάζω κάτι ή κάποιον στη θέση άλλου, αναπληρώνω νεοελλ. αναπληρώνω ο ίδιος κάποιον αρχ. 1. τοποθετώ κάτι εναντίον κάποιου, αντιτάσσω 2. συμπληρώνω 3. επαναφέρω 4. ανασυντάσσω …   Dictionary of Greek

  • αντικαθιστώ — βλ. αντικατασταίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαιρώ — εξαίρεσα, εξαιρέθηκα, εξαιρεμένος, μτβ.,1. αφαιρώ κάτι από ένα ή από πολλά, βγάζω από μέσα, αποσπώ: Εξαιρώ δόντι. 2. δε συνυπολογίζω σε κάτι, δεν περιλαμβάνω, αποκλείω: Οι παρόντες εξαιρούνται. 3. απαλλάσσω για ιδιαίτερους λόγους από κάποια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”