αλλάζω — άλλαξα, αλλάχτηκα, αλλαγμένος, ως μτβ. 1. αντικατασταίνω κάτι με άλλο: Εδώ κι ένα μήνα αλλάξαμε σπίτι. 2. αντικατασταίνω τα λερωμένα εσώρουχα με καθαρά: Περίμενε μια στιγμή ν αλλάξω το μωρό. Ως αμτβ. 3. μεταβάλλομαι: Έχεις αλλάξει πολύ τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπληρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. συμπληρώνω κάτι που λείπει ή αντικατασταίνω κάτι ή κάποιον με άλλο: Αναπληρώνει τις άλλες ελλείψεις του με την εργατικότητα και την ευσυνειδησία του. 2. εγώ ο ίδιος αντικατασταίνω κάποιον άλλον: Αναπληρώνω το διευθυντή που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντικαθιστώ — κ. αντικατασταίνω (AM ἀντικαθίστημι, ιων. τ. κατίστημι) 1. βάζω κάτι ή κάποιον στη θέση άλλου, αναπληρώνω νεοελλ. αναπληρώνω ο ίδιος κάποιον αρχ. 1. τοποθετώ κάτι εναντίον κάποιου, αντιτάσσω 2. συμπληρώνω 3. επαναφέρω 4. ανασυντάσσω … Dictionary of Greek
αντικαθιστώ — βλ. αντικατασταίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαιρώ — εξαίρεσα, εξαιρέθηκα, εξαιρεμένος, μτβ.,1. αφαιρώ κάτι από ένα ή από πολλά, βγάζω από μέσα, αποσπώ: Εξαιρώ δόντι. 2. δε συνυπολογίζω σε κάτι, δεν περιλαμβάνω, αποκλείω: Οι παρόντες εξαιρούνται. 3. απαλλάσσω για ιδιαίτερους λόγους από κάποια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)